- ακέντριστος
- -η, -ο (Α ἀκέντριστος, -ον) [κεντρίζω]1. αυτός που δεν είναι κεντρωμένος, ο αμπόλιαστος (αποδίδεται σε δέντρα)2. όποιος δεν έχει δεχτεί κέντρισμα, τρύπημα με αιχμηρό όργανο3. εκείνος που δεν έχει εξαγριωθεί, δεν έχει ερεθιστεί.
Dictionary of Greek. 2013.